Το τελευταίο κεφάλαιο μιας ένδοξης εποχής



Την Κυριακή, στις 28 Μαϊου 2023, στη νίκη της πρωταθλήτριας Μπαρτσελόνα επί της Μαγιόρκα, έπεσε η αυλαία του τελευταίου κεφαλαίου της πιο ένδοξης εποχής του συλλόγου. Οι Σέρχιο Μπουσκέτς και Ζόρντι Άλμπα, μέσα σε έναν ωκεανό δακρύων και έντονων συναισθημάτων, κρέμασαν οριστικά την μπλαουγκράνα φανέλα και αποφάσισαν να σαλπάρουν για άλλες πολιτείες.

Το κοινό στοιχείο που συνδέει τους δύο παίκτες είναι αφενός η νεανική τους θητεία στις ακαδημίες της Μπαρτσελόνα, την περίφημη "La Masia" και αφετέρου η συνύπαρξή τους στην καλύτερη ομάδα που παρέταξαν ποτέ η Καταλανοί (με τον Άλμπα να αποτελεί μέρος της λίγο αργότερα, το 2012). Μέσα από τα έτη που υπηρέτησαν το σύλλογο και τους τίτλους που κατέκτησαν παρέα, αναδείχθηκαν σε εμβληματικές μορφές της ιστορίας του και έβαλαν φαρδιά την υπογραφή τους στη σελίδα των θρύλων, πλάι σε ποδοσφαιριστές όπως ο Πουγιόλ, ο Τσάβι, ο Ινιέστα, ο Ντάνι Άλβες, ο Μέσι, ο Σουάρεζ, ο Ροναλντίνιο, ο Ριβάλντο και πολλοί ακόμη. Δε θα ήταν όμως υπερβολή να πούμε πως όχι μόνο σημάδεψαν την ομάδα τους, αλλά και γενικότερα το παγκόσμιο ποδόσφαιρο. Ας τους δούμε λίγο πιο αναλυτικά.


ΣΕΡΧΙΟ ΜΠΟΥΣΚΕΤΣ

Ο μικρός Σέρχιο γεννήθηκε στη Σαμπαντέλ της Καταλωνίας, το 1988. Ο πατέρας του, Κάρλες Μπουσκέτς, ήταν γέννημα θρέμμα της Μπαρτσελόνα, διανύοντας όλη την απόσταση απ' τις ακαδημίες έως την πρώτη ομάδα, την οποία και υπηρέτησε ως τερματοφύλακας για ολόκληρη τη δεκαετία του '90, την εποχή της θρυλικής "Dream Team" του Γιόχαν Κρόιφ. Οπότε το μέλλον του μικρού ήταν λίγο έως πολύ προδιαγεγραμμένο.



Ο Σέρχιο ξεκίνησε το ποδόσφαιρο παίζοντας στις ακαδημίες μικρών ομάδων, ώσπου το 2005 το παιδικό του όνειρο έγινε πραγματικότητα και εντάχθηκε στη "La Masia". Παρότι ψηλός, δεν ακολούθησε τα χνάρια του πατέρα του σαν τερματοφύλακας, αλλά έγινε αμυντικό χαφ, όπως το ίνδαλμά του, ο Πεπ Γκουαρντιόλα, ο οποίος ως προπονητής της Μπαρτσελόνα πλέον το 2008, σημάδεψε το μέλλον του νεαρού, προάγοντάς τον στην πρώτη ομάδα.

Τα υπόλοιπα είναι ιστορία, καθώς ο Μπουσκέτς, μέλος του rotation την πρώτη χρονιά και βασικός από κει και μετά, κατέκτησε με τα μπλαουγκράνα εννέα πρωταθλήματα, επτά κύπελλα, επτά ισπανικά Σούπερ Καπ, τρία Τσάμπιονς Λιγκ, τρία ευρωπαϊκά Σούπερ Καπ και τρία Παγκόσμια Κύπελλα Συλλόγων. Ταυτόχρονα με την εθνική ομάδα της Ισπανίας, της οποίας υπήρξε αναντικατάστατο στέλεχος, κατέκτησε το Μουντιάλ του 2010 και το Euro του 2012.



Αν και ήταν αμυντικός μέσος, ποτέ δεν υπήρξε τρεχαντήρι ή καταστροφέας, όπως ο Μακελελέ ή ο Γκατούζο. Αντίθετα έπαιζε τη θέση σαν deep lying playmaker ή οπως το λένε στη Λατινική Αμερική regista, δηλαδή οργανωτής από χαμηλά μέτρα του γηπέδου. Ήταν συνήθως ο πρώτος στον οποίο πάσαραν την μπάλα οι αμυντικοί στο build up, το οποίο έπαιζε με θρησκευτική ευλάβεια η Μπαρτσελόνα και είχε καθήκον να σπάσει την αντίπαλη πίεση ψηλά και να ανοίξει το παιχνίδι, προωθώντας απλές πάσες στους κεντρικούς μέσους της ομάδας. Αυτό μπορεί στα λόγια να ακούγεται απλό, όμως δεν είναι. Αρκεί να σκεφτεί κανείς πως υποδεχόταν την μπάλα με πλάτη στο γήπεδο και με έναν ή δύο αντιπάλους να τον πρεσάρουν ασφυκτικά.

Ο Μπουσκέτς όμως ήταν άριστος τεχνίτης κι ένας απ' τους εξυπνότερους παίκτες στην ιστορία του ποδοσφαίρου, πράγμα που τον έκανε να μη "μασάει" στην πίεση και να σπάει πάντα το αντίπαλο πρέσινγκ. Οι φορές που έχασε με αυτό  τον τρόπο την μπάλα πραγματικά μετρούνται στα δάχτυλα των χεριών. Αρκεί να δει κανείς το παρακάτω βίντεο για να καταλάβει.



Παράλληλα δεν υστερούσε στο αμυντικό κομμάτι, παρότι πολλοί δεν του το αναγνωρίζουν, κυρίως εξαιτίας της έλλειψης ταχύτητας και του ψηλού, άχαρου, ξερακιανού κορμιού του. Ο Καταλανός όμως ότι του έλειπε σε φυσικά προσόντα, το αναπλήρωνε με ποδοσφαιρική νοημοσύνη. Διάβαζε το παιχνίδι και ήταν πάντα εκεί που έπρεπε. Δεν έπεφτε για τάκλιν, όχι γιατι δεν μπορούσε να αμυνθεί, αλλά επειδή είχε ήδη τοποθετηθεί σωστά κι έκοβε όρθιος.

Αν παρομοιάσουμε την Μπαρτσελόνα με μία ροκ μπάντα, ο Μέσι ήταν ο vocalist, το επίκεντρο της προσοχής, οι Τσάβι και Ινιέστα ήταν οι κιθαρίστες με τα σόλο και τα ριφ, που γεννούσαν το θαυμασμό κι ο Μπουσκέτς ήταν ο μπασίστας, ο αφανής ήρωας που τον επισκίαζαν οι υπόλοιποι, αλλά κατά βάθος αποτελούσε αυτόν που έδινε όλο το ρυθμό του τραγουδιού. Ο Στιβ Χάρις των Καταλανών.

Σίγουρα ο Μπουσκέτς δεν έχει την αναγνώριση που του αξίζει, ίσως λόγω της εμφάνισής του, ίσως λόγω του τρόπου παιχνιδιού του, ίσως λόγω της πτώσης της απόδοσής του τα τελευταία χρόνια, ίσως λόγω της παρουσίας των Τσάβι, Ινιέστα, Μέσι που τραβούσαν όλα τα φώτα επάνω τους. Είναι όμως ο ποδοσφαιριστής που επαναπροδιόρισε τη θέση του αμυντικού χαφ.



Παρότι υπήρξαν κι άλλοι με σπουδαία οργανωτικά προσόντα, όπως ο Αλόνσο, ο Βιεϊρά, ο Ρεδόντο κι ο Ράικαρντ, κανένας δεν έπαιξε τη θέση μόνο με το μυαλό. Είχαν όλοι τους τα τρεξίματα και τα σωματικά προσόντα για να εμπλέκονται σε μονομαχίες και τάκλιν. Ιδιότυπη περίπτωση ήταν αυτή του χαρισματικού δημιουργικά Πίρλο, ο οποίος όμως έπρεπε πάντα να παίζει ως δίδυμο με παίκτες όπως οι Γκατούζο, Ντε Ρόσι και Βιδάλ, ώστε να καλύπτουν τις τεράστιες αμυντικές του αδυναμίες. Ο μοναδικός που θα μπορούσαμε να πούμε πως έπαιξε τη θέση με παρόμοιο τρόπο είναι ο Γκουαρντιόλα.

Ο Μπουσκέτς κατά πολλούς είναι ο καλύτερος αμυντικός μέσος στην ιστορία του ποδοσφαίρου, σύμφωνα με κάποιους άλλους όχι. Σίγουρα όμως το όνομά του ανήκει σε αυτήν τη συζήτηση. Και σίγουρα πρόκειται για έναν από τους πιο υποτιμημένους ποδοσφαιριστές όλων των εποχών.


ΖΟΡΝΤΙ ΑΛΜΠΑ

Ο Ζόρντι Άλμπα γεννήθηκε στην Καταλωνία το 1989 και έγινε μέλος της "La Masia" μόλις στα 9 του χρόνια, το 1998. Το 2005 έφυγε στη μικρή, επίσης καταλανική Κορνεγιά, προλειμένου να βρει χρόνο συμμετοχής. Η αγωνιστική του βελτίωση ώθησε τη Βαλένθια να τον αποκτήσει το 2007 και μετά από ένα έτος στις ακαδημίες και ένα ως δανεικός στη Χιμνάστικ, προήχθη στην πρώτη ομάδα των "Νυχτερίδων". Εκεί συνέβη η ποδοσφαιρική αλλαγή που καθόρισε την καριέρα του, όταν από εξτρέμ μετατράπηκε σε αριστερό μπακ.



Οι τρεις σεζόν που ακολούθησαν ήταν αρκετές για να κάνουν την Μπαρτσελόνα να στρέψει το βλέμμα της επάνω του. Οι "Μπλαουγκράνα" δε δίστασαν να δώσουν τα 14 εκατομμύρια ευρώ, που ζήτησε η Βαλένθια για να τον επαναπατρίσουν στη Βαρκελώνη. Ο Πεπ Γκουαρντιόλα μόλις είχε αποχωρήσει, είχε αφήσει όμως σπουδαία παρακαταθήκη κι οι χρυσές σελίδες που έμελε να γραφτούν δεν είχαν ακόμη τελειώσει. 

Με το Λουίς Ενρίκε στον προπονητικό θώκο γράφτηκαν κι άλλες ένδοξες ιστορίες κι ο Άλμπα αποτέλεσε βασικό και αναντικατάστατο στέλεχος της ποδοσφαιρικής μηχανής που θαύμασε όλος ο πλανήτης. Έως σήμερα κατέκτησε έξι πρωταθλήματα, πέντε κύπελλα, τέσσερα ισπανικά Σούπερ Καπ, ένα Τσάμπιονς Λιγκ, ένα ευρωπαϊκό Σούπερ Καπ και ένα Παγκόσμιο Κύπελλο Συλλόγων, ενώ με τα χρώματα της Ισπανίας στέφθηκε πρωταθλητής Ευρώπης το 2012.



Ο Καταλανός υπήρξε ο ορισμός του μοντέρνου φουλ μπακ. Είχε ατελείωτα τρεξίματα σε επίθεση και άμυνα, άψογη τακτική προσαρμογή, εξαιρετική τεχνική και πατούσε συχνά περιοχή. Η συνεργασία του με τους Σουάρεζ και Μέσι ήταν αξιομνημόνευτη, καθώς βρίσκονταν σχεδόν αυτόματα. Αξίζει να αναφερθεί πως σε 459 συμμετοχές με τα μπλαουγκράνα σκόραρε 27 φορές, ενώ έδωσε και 99 ασίστ, πράγμα που τον κατατάσσει έκτο στην ιστορία του συλλόγου, πίσω μόνο από τους Μέσι, Τσάβι, Ινιέστα, Σουάρεζ και Ντάνι Άλβες.



Ο μόνος σύγχρονός του αριστερός μπακ που ίσως θεωρηθεί καλύτερος είναι ο Μαρσέλο. Ο Βραζιλιάνος ήταν ο καλύτερος τεχνίτης που έχουμε δει ποτέ στη συγκεκριμένη θέση και στην επίθεση αποτελούσε τον κυριότερο δημιουργικό πόλο της Ρεάλ, παίζοντας ουσιαστικά σαν δεκάρι απο τα αριστερά. Παρόλα αυτά ο Άλμπα ήταν πιο ισορροπημένος, όντας πολύ καλύτερος αμυντικός, πατώντας περισσότερο την αντίπαλη περιοχή και παίζοντας εξίσου καλά χωρίς την μπάλα κι όχι μόνο με αυτή στα πόδια. Φυσικά ο κάθε ένας μπορεί να θεωρεί καλύτερο όποιον προτιμάει. Είναι όμως γεγονός πως ο μεν Μαρσέλο είχε την απόλυτη τεχνική και δημιουργία, ο δε Άλμπα αποτελούσε ότι πιο ολοκληρωμένο υπήρξε στην εποχή του. Τα υπόλοιπα είναι θέμα προτίμησης.


ΕΠΙΛΟΓΟΣ

Οι δυο Καταλανοί μύθοι υπήρξαν οι τελευταίοι των Μοϊκανών, τα απομεινάρια μιας άλλης, δοξασμένης εποχής. Δυστυχώς η παραμονή τους έως τώρα έβλαψε την εικόνα τους, καθώς η αγωνιστική τους πτώση ήταν εμφανής. Ο χρόνος είναι αμείλικτος.



Η αγάπη τους για το σύλλογο, όμως, δεν μπορεί να αμφισβητηθεί κι ο επίλογος της ιστορίας τους ήταν αυτός που έπρεπε. Με το στέμμα του πρωταθλητή.


Γιώργος Παυλίδης