Βαριά φανέλα κι ο θησαυρός του ουράνιου τόξου

 




Τις τελευταίες ημέρες, μετά την πρόκριση της Ρεάλ επί της Σίτι, γίναμε και πάλι μάρτυρες αμέτρητων άρθρων, δημοσιευμάτων, ακόμη και απλών post στα social media, που μιλούν για το βάρος της φανέλας, που συνέθλιψε τους νεόπλουτους Άγγλους.

Μόνο που το βάρος της φανέλας δεν υπάρχει, είναι ένας ακόμη αστικός μύθος του ποδοσφαίρου (τον οποίο και είχαμε αναφέρει ξανά εδώ), που έχει την ίδια λογική βάση με το θησαυρό του ουράνιου τόξου. Αντί με την πάροδο των ετών να πάει μπροστά η αντίληψη του μέσου φιλάθλου για το ποδόσφαιρο, δυστυχώς η συνεχής αναπαραγωγή αυτών των πραγμάτων τον κρατάει σε επίπεδα καφενειακής συζήτησης, που λαμβάνει χώρα μέσα σε πρακτορείο ΟΠΑΠ.


ΤΙ ΠΑΕΙ ΝΑ ΠΕΙ ΦΑΝΕΛΑ;

Ο κάθε ένας που αναπαράγει αυτά τα κατάλοιπα παλιότερων εποχών τυγχάνει να θυμάται το βάρος της φανέλας μόνο όταν ικανοποιούνται δύο βασικές προϋποθέσεις. Πρώτον να παίζουν ως αντίπαλοι δυο ομάδες, εκ των οποίων η μία έχει αρκετά έως πολύ μεγαλύτερη ιστορία απ’ την άλλη. Δεύτερον η πιο ιστορική απ’ τις δύο να προκριθεί, κόντρα στα προγνωστικά, όταν η αντίπαλος θεωρείται καλύτερη και φαβορί. Στη συγκεκριμένη περίπτωση, όπως και με τις Τσέλσι και Παρί, και οι δύο προϋποθέσεις είναι παρούσες, οπότε το πανηγύρι ξεκίνησε. Ας ξεκινήσει λοιπόν και η αποδόμηση.



Πέρυσι στον αποκλεισμό απ’ την Τσέλσι και πρόπερσι στον αποκλεισμό απ’ τη Σίτι η Ρεάλ δεν είχε φανέλα; Ή μήπως κατέβηκε να παίξει με τις φόρμες;

Η πρόκριση απέναντι σε καλύτερο αντίπαλο δεν είναι προνόμιο μόνο των ιστορικών ομάδων. Μας το απέδειξε φέτος η Βιγιαρεάλ, πέρυσι η Πόρτο επί της Γιουβέντους, πρόπερσι η Λυών απέναντι σε Γιουβέντους και Σίτι και αμέτρητα ακόμη παραδείγματα. Όπως αυτές οι μικρότερες ομάδες, έτσι κι οι μεγαλύτερες σε παρακμή, όπως η Ρεάλ, έχουν τις πιθανότητές τους να πετύχουν, κόντρα στα προγνωστικά. Δεν είναι η φανέλα ή κάποιος άλλος υπερφυσικός παράγοντας, αλλά ο νόμος των πιθανοτήτων.



Όταν βέβαια δεν υπάρχει μία κόντρα πρόκριση, αλλά τρεις στη σειρά, τότε όντως αναρρωτιόμαστε όλοι "τι έγινε τώρα". Σ’ αυτή την περίπτωση οι πιθανότητες είναι πολύ μικρότερες, είναι όμως υπαρκτές. Μάλιστα έχουμε δει πριν μια δεκαετία την Τσέλσι το 2012 να παίρνει επίσης τρεις freak προκρίσεις που δεν άξιζε και να επικρατεί και στον τελικό, απέναντι στην Μπάγερν, σε αγώνα που και πάλι ήταν πολύ χειρότερη. Και μάλιστα το έκανε χωρίς να έχει στην πλάτη της το βάρος δεκατριών Τσάμπιονς Λιγκ, για την ακρίβεια δεν είχε κανένα. Οπότε στη συγκεκριμένη περίπτωση οι γνωστοί ύμνοι για το βάρος της φανέλας δεν μπορούσαν να γραφτούν. Τι θα γινόταν όμως αν στη θέση της Τσέλσι ήταν η τότε τραγική Λίβερπουλ ή η φετινή τραγική Γιουνάιτεντ;


Ο ΠΑΡΑΓΟΝΤΑΣ ΨΥΧΟΛΟΓΙΑ

Το μοναδικό πράγμα που έχει λογική να επικαλεστούμε είναι η ψυχολογία των ποδοσφαιριστών των ιστορικών ομάδων, στην προκειμένη περίπτωση της Ρεάλ.

Φέτος η ψυχολογία και η νοοτροπία των "μερένχες" είναι εντυπωσιακή. Αποτελούν τον ορισμό της refuse to lose ομάδας και έχουν σταθεί γίγαντες σε περιπτώσεις που θα διέλυαν οποιαδήποτε ομάδα. Μεγαλύτερο παράδειγμα ο αγώνας στο Μάντσεστερ, όπου με το σκορ 2-0 στο '11, δεν υπάρχει άλλη ομάδα που να μη διασυρόταν.



Η ψυχολογική κατάσταση και η αυτοπεποίθηση των παικτών όμως δεν είναι σταθερή, εξαρτάται με τη σειρά της από διάφορους παράγοντες. Λειτούργησαν ευεργετικά για τη Ρεάλ η ήρεμη και στιβαρή παρουσία του Αντσελότι, το εξωφρενικό φορμάρισμα του Μπενζεμά, η εύκολη και χωρίς πίεση κατάκτηση της Λα Λίγκα και κυρίως το γεγονός πως η πορεία στο Τσάμπιονς Λιγκ φαινόταν να πηγαίνει καλά. Όταν δε στραβώνει κάτι, δεν υπάρχουν παρατράγουδα.

Τέλος ο μεγαλύτερος παράγοντας είναι το έμψυχο υλικό, οι ίδιοι οι παίκτες. Πριν 14 χρόνια που θέση στην ενδεκάδα είχαν απατεώνες όπως οι Γκάγκο, Ντρέντε και Χάιντσε η ψυχολογία δε γινόταν να είναι στα ύψη. Προκειμένου να υπάρχει το πλεονέκτημα πρέπει να υπάρχουν και μεγάλοι παίκτες. Τώρα δεσπόζουν παρουσίες όπως των Μπενζεμά, Κροος, Μόντριτς, Κουρτουά… Μπορεί οι περισσότεροι να δίνουν την τελευταία τους μεγάλη παράσταση, αλλά το αγωνιστικό τους διαμέτρημα, μόνο αμελητέο δεν είναι.


ΠΩΣ ΗΡΘΕ Η ΠΡΟΚΡΙΣΗ;

Κατά τη διάρκεια του πρώτου αγώνα η Ρεάλ έχασε με 4-3, με μόλις ένα γκολ διαφορά. Η αλήθεια είναι πως η εικόνα του αγώνα έδειξε πως θα ήταν πιο δίκαιη μια συντριπτική επικράτηση της Σίτι. Οι Άγγλοι πλήρωσαν δυο ατομικά λάθη, το άδειασμα που έφαγε ο Φερναντίνιο απ’ το Βινίσιους στο δεύτερο γκολ και το αναίτια υψωμένο χέρι του Λαπόρτ, που έφερε το πέναλτυ και το τρίτο γκολ. Ναι σπατάλησαν και ευκαιρίες, αλλά καμία ομάδα δε βάζει τα πάντα. Το παιχνίδι τους ήταν για να βάλουν τέσσερα γκολ και βάλανε τέσσερα. Στην άμυνα ήταν που φάνηκαν άτυχοι και στη δική της επίθεση η Ρεάλ υπέρμετρα αποδοτική.



Στον επαναληπτικό θα μπορούσαν να προηγηθούν οι "μερένχες" με ευκαιρία που σπατάλησε ο Βινίσιους. Δεν το έκαναν και η Σίτι προηγήθηκε. Εδώ είναι το σημείο που διαβάζουμε τα άλλα μαργαριτάρια που γράφτηκαν, πως οι αλλαγές του Γκουαρντιόλα χάλασαν τη Σίτι και οδήγησαν στην ανατροπή.

Αντιθέτως οι αλλαγές φάνηκε να κλειδώνουν το αποτέλεσμα. Η Σίτι κυριάρχησε στο γήπεδο όσο ποτέ, μέχρι εκείνο το σημείο. Ο Φερναντίνιο έδωσε περισσότερα τρεξίματα και ο Γκουντογκάν αυτοαναγορεύτηκε δικτάτορας του γηπέδου, τα αποτελέσματα φάνηκαν όταν οι "γαλάζιοι" έφτασαν δυο φορές μια ανάσα απ’ το 0-2, μετά από ατομικές ενέργειες του επίσης νεοεισελθόντα Γκρίλις. Εκεί που φαινόταν πως τίποτα δεν μπορούσε να αλλάξει, ο Ροντρίγκο, που καμία θέση στο ρόστερ μιας σοβαρής Ρεάλ δε θα είχε, σκόραρε σε δύο back to back φάσεις που επουδενί δε μυρίζανε γκολ και το παιχνίδι πήγε στην παράταση. Στην πρώτη φάση ο Ντίας έκανε ένα αχρείαστο πέναλτυ και η ανατροπή ολοκληρώθηκε.



Συνοπτικά λοιπόν δεν μπορούμε να πούμε πως η Σίτι έκανε κάτι λάθος. Έπαιξε εξαιρετικά και ο προπονητής της διαχειρίστηκε απολύτως σωστά τα παιχνίδια. Αυτό που της κόστισε δεν ήταν κάτι συγκεκριμένο. Ήταν πολλές συγκυρίες μαζί. Ατομικά λάθη, ναι έγιναν, όπως σε όλους τους αγώνες όλων των ομάδων. Ευκαιρίες για γκολ χάθηκαν, όλοι χάνουν. Το θέμα όμως ήταν πως ότι χρειαζόταν να πάει καλά στη Ρεάλ, πήγαινε. Απλά football, bloody hell.

Δεν είναι θέμα φανέλας, είναι θέμα τύχης. Όχι τύχης με την υπερφυσική έννοια, αλλά με την έννοια των συγκυριών. Όταν οι συγκυρίες ευνοούν μια ομάδα δεν υπάρχει αντίδοτο. Και δε χρειάζεται να οφείλεται κάπου, ούτε να πλάθουμε παραμύθια. Απλά συμβαίνει, στο ποδόσφαιρο δεν κερδίζει πάντα ο καλύτερος. Όπως είχε συμβεί με την Τσέλσι το 2012. Μήπως έχουμε deja vu και το τρόπαιο καταλήξει στη Μαδρίτη; Θα το μάθουμε στις 28 Μαΐου.


Γιώργος Παυλίδης