Οι διαφορές δύο νεόπλουτων
Την αυγή της νέας χιλιετίας το ανώτατο επίπεδο του ευρωπαϊκού ποδοσφαίρου περιελάμβανε τις τρεις μεγάλες ιταλικές ομάδες, του τότε εκτυφλωτικού Καμπιονάτο, τις Άρσεναλ και Γιουνάιτεντ με τους Βενγκέρ και Φέργκιουσον να δείχνουν πως είναι οι καλύτεροι προπονητές του κόσμου και τις πάντα υπολογίσιμες Ρεάλ και Μπάγερν. Αυτό το status quo δέχτηκε το πρώτο του πλήγμα το 2003. Ήταν η στιγμή που ο Ρόμαν Αμπράμοβιτς αγόρασε την Τσέλσι και ξόδεψε, για την αγωνιστική ενίσχυση της ομάδας του, χρηματικά ποσά που δεν είχαν προηγούμενο.
Οι "μπλε" ένιωθαν πλέον την αντιπάθεια των πάντων και έγιναν αποδέκτες υποτιμητικών προσωνυμίων, όπως "Τσέλσκι". Σταδιακά, όμως, έχτισαν έναν κορμό ποδοσφαιριστών, που εξελίχθηκαν σε ηγέτες της ομάδας, με κυριότερους τους Τσεχ, Τέρι, Λάμπαρντ, Ντρογκμπά και χάρη κυρίως στο Μουρίνιο απέκτησαν χαρακτήρα και αγωνιστικό status. Συνδυαστικά με τους πρώτους τίτλους, που ήρθαν γρήγορα, η Τσέλσι άρχισε αργά και σταθερά να γίνεται καθολικά αποδεκτή ως μέλος του γκρουπ των μεγάλων.
Αυτό που δεν ήξεραν οι απανταχού ποδοσφαιρόφιλοι ήταν πως θα ξαναζούσαν παρόμοια γεγονότα όχι μία, αλλά δύο φορές. Το Σεπτέμβριο του 2008 ανακοινώθηκε η αγορά της Μάντσεστερ Σίτυ απ’ την Abu Dhabi United Group, της οποίας ιδιοκτήτης είναι ο σεΐχης Μανσούρ, μέλος της βασιλικής οικογένοιας του Άμπου Ντάμπι. Σχεδόν τρία χρόνια αργότερα, τον Ιούνιο του 2011, η Qatar Sports Investment, της οποίας ηγέτης είναι ο Νασέρ αλ Κελαϊφί και ιδιοκτήτης είναι το κράτος του Κατάρ, αγόρασε την Παρί Σαιν Ζερμαίν.
Κοινό χαρακτηριστικό των δύο νέων ιδιοκτητών ήταν τα εξωφρενικά ποσά που δόθηκαν για την ανάπτυξη των ομάδων τους. Οι πορείες των δύο ομάδων όμως δεν ήταν ταυτόσημες και σήμερα η μία έχει καταφέρει να κερδίσει το σεβασμό, ενώ η άλλη αποτελεί τον παρία του ευρωπαϊκού ποδοσφαίρου. Ποια ήταν η προσέγγιση που ακολούθησε ο κάθε σύλλογος και ποια η πορεία τους έως σήμερα;
PSG vs MAN CITY
Κοιτώντας τις τροπαιοθήκες των δύο ομάδων βλέπουμε απόλυτη ομοιότητα. Πολλές κατακτήσεις εγχώριων τίτλων και από μία παρουσία ως φιναλίστ σε τελικό Τσάμπιονς Λιγκ. Η μέτρηση της επιτυχίας όμως, δεν μπορεί να γίνει ποσοτικά.
Η Σίτυ έχει καταφέρει να θεωρείται εδώ και μια πενταετία μια απ’ τις καλύτερες ομάδες του κόσμου, αποδίδει εξαιρετικό ποδόσφαιρο και έχει κατακτήσει τρεις στις τέσσερις τελευταίες φορές την Πρέμιερ Λιγκ, σμπαραλιάζοντας μια σειρά από ρεκόρ κι όλα αυτά στο δυσκολότερο πρωτάθλημα του κόσμου. Η Παρί απ’ την άλλη έχει κάνει αποκλειστικότητα την κατάκτηση της Legue 1, αλλά με τη δυναμική των υπόλοιπων ομάδων δεν αποτελεί επίτευγμα, ενώ βάσει απόδοσης και αγωνιστικής εικόνας ποτέ δε θεωρήθηκε φαβορί για την κούπα με τα μεγάλα αυτιά.
Η ποδοσφαιρική προσέγγιση για τη γιγάντωση της κάθε ομάδας ήταν τελείως διαφορετική και τα αποτελέσματα έχουν ήδη δείξει πιο πλάνο αποδεικνύεται επιτυχημένο και ποιο όχι.
ΣΤΗΝ ΠΟΛΗ ΤΟΥ ΦΩΤΟΣ
Η Παρί αγόρασε μεγάλους και ακριβούς ποδοσφαιριστές για να στελεχώσουν το αγωνιστικό σύνολο, ενώ επένδυσε και σε εγνωσμένης αξίας προπονητές, όπως ο Αντσελότι, ο Έμερι, ο Τούχελ και ο Ποκετίνο. Το λάθος της όμως ήταν η αστάθεια κι οι λάθος επιλογές στα ανώτερα κλιμάκια του αθλητικού τμήματος. Δεν υπήρχε κάποιο πλάνο και κάποια μακροπρόθεσμη στρατηγική για το σύλλογο, παρά μόνο η νοοτροπία πως υπάρχουν λεφτά και χρειάζεται απλά ένα στέλεχος για να τα διαχειρίζεται.
Ο πρώτος αθλητικός διευθυντής επί εποχής Κατάρ στην Παρί ήταν ο Λεονάρντο το 2011, ο οποίος αντικαταστάθηκε μετά από δύο χρόνια απ’ τον Ολιβιέ Λετάνγκ. Ο Γάλλος έμεινε στο πόστο του για τέσσερα χρόνια, αλλά η αγωνιστική πρόοδος δεν ήταν η αναμενόμενη. Διάδοχός του ήταν ο Αντέρο Ενρίκε, ο εξαιρετικά πετυχημένος αθλητικός διευθυντής της Πόρτο επί δέκα έτη. Η θητεία του διήρκησε απ’ το καλοκαίρι του 2017 έως αυτό του 2019. Επί των ημερών του δόθηκαν τα πιο συγκλονιστικά ποσά για μεταγραφές που είχε δει ο πλανήτης και μεταξύ άλλων έγιναν Παριζιάνοι οι Νεϊμάρ και Εμπαπέ. Παρά την κατάκτηση εγχώριων τίτλων όμως, το Τσάμπιονς Λιγκ παρέμεινε άπιαστο όνειρο και ο Πορτογάλος απομακρύνθηκε απ’ τα καθήκοντά του για να επιστρέψει στο παλιό του πόστο ο Λεονάρντο, τον Ιούνιο του 2019, όπου και παραμένει έως σήμερα.
Οι κατά καιρούς διαχειριστές του συλλόγου υπηρετούσαν διαφορετικές φιλοσοφίες κι η αθρόα αντικατάσταση του κάθε ενός απ’ τον επόμενο δε βοήθησε στην ύπαρξη σταθερής φιλοσοφίας κι ακολούθως στην ανάπτυξη συγκεκριμένης αγωνιστικής ταυτότητας. Σ’ αυτό δε βοήθησαν φυσικά ούτε οι συχνές αλλαγές προπονητών.
Ένα άλλο μεγάλο λάθος του συλλόγου ήταν το "χάιδεμα" ορισμένων παικτών, ώστε να μένουν ευχαριστημένοι. Αυτό όμως αφενός χαλούσε τις ισορροπίες της ομάδας, αφετέρου δεν άφηνε τον εκάστοτε προπονητή να κάνει σωστά τη δουλειά του. Τρανό παράδειγμα ήταν ο Νεϊμάρ, του οποίου το συμβόλαιο περιελάμβανε τρελούς όρους, όπως το να λείπει απ’ την προπόνηση εάν θέλει.
Επίσης μεγάλο μειονέκτημα αποτελεί και το γεγονός πως η Παρί δεν έχει καταφέρει να βρει παίκτες-αγωνιστικές σταθερές, που να μπολιαστούν με την ομάδα, με εξαίρεση ίσως τους Μαρκίνιος και Βεράτι. Έτσι δεν υπάρχουν ηγετικές μορφές στα αποδυτήρια, ούτε παίκτες ταυτισμένοι με το σύλλογο.
Αντίθετα με την αγωνιστική πορεία της Παρί, έχει γίνει τρομερή δουλειά στην οικονομική μεγέθυνση και στην παγκόσμια εξάπλωση του brand του συλλόγου. Προεξέχοντα ρόλο στην επιτυχία έχει ο Φαμπιέν Αλέγκρε, που κατέχει τη θέση του εμπορικού διευθυντή. Ο Γάλλος κατάφερε και εκτόξευσε τις πωλήσεις προϊόντων της Παρί στην αγορά των ΗΠΑ κατά 470%. Μεταξύ των κυριότερων κινήσεων ήταν η συνεργασία με το σχετικά νέο brand της Air Jordan, θυγατρικής της Nike, καθώς και με τον κολοσσό ηλεκτρονικού εμπορίου Fanatik.
Αμερικανοί αστέρες του αθλητισμού όπως οι Στεφ Κάρι και Κέβιν Ντουράντ, όπως και celebrities σαν τον Τζάστιν Τίμπερλεϊκ ή την Κένταλ Τζένερ ξεκίνησαν να φιγουράρουν στα social media με μπλουζάκια της Παρί. Αποτέλεσμα ήταν η fanbase της γαλλικής ομάδας να αυξάνεται και κυρίως να αρχίσει το brand της να μετατρέπεται σε trend της σύγχρονης κοινωνίας. Φυσικά στην πορεία αυτή βοήθησε η ίδια η πόλη του Παρισιού, το οποίο σαν τεράστιος πόλος τουρισμού και παγκόσμια πρωτεύουσα της μόδας κάνει το σύλλογο να φαίνεται ακόμα πιο λαμπερός. Η σπουδαία δουλειά του Αλέγκρε στον τομέα του αποδεικνύεται απ’ την έρευνα του Forbes, σύμφωνα με την οποία η Παρί αποτελεί τον αθλητικό σύλλογο με τη δεύτερη μεγαλύτερη αύξηση της χρηματιστηριακής του αξίας τα τελευταία δέκα χρόνια, της τάξης 992%, με μόνο τους Γκόλντεν Στέιτ Γουόριορς να βρίσκονται ψηλότερα.
ΣΤΟ ΒΡΟΧΕΡΟ ΜΑΝΤΣΕΣΤΕΡ
Στην άλλη πλευρά της Μάγχης το μοντέλο που ακολουθήθηκε ήταν διαφορετικό. Με τον Γκάρι Κουκ στο ρόλο του διευθύνοντα συμβούλου η Σίτυ προσέλαβε ως προπονητή το Ρομπέρτο Μαντσίνι, ο οποίος σίγουρα δεν ήταν της αξίας του Αντσελότι, αλλά ήξερε από πρωταθλητισμό. Οι αγορές παικτών που πραγματοποιήθηκαν είχαν φούσκες όπως οι Ρομπίνιο, Αντεμπαγιόρ, αλλά κατάφεραν να δημιουργήσουν έναν ομαδικό κορμό, που με την πάροδο των ετών ταυτίστηκε με την ομάδα, όπως οι Αγκουέρο, Σίλβα, Γιάγια Τουρέ και Ζαμπαλέτα, όπως κι ο ήδη υπάρχων στο ρόστερ Βινσέντ Κομπανί. Η αγωνιστική άνοδος ξεκίνησε και το πρώτο πρωτάθλημα στο θρίλερ του 2012 ήταν γεγονός. Η καθοριστικότερη στιγμή για τους "πολίτες" όμως, θα ερχόταν το καλοκαίρι, μετά την ολοκλήρωση της σεζόν.
Η ιδιοκτήτες της Σίτυ είχαν σχεδόν απ’ την αρχή στο μυαλό τους την Μπαρτσελόνα. Αυτή θαύμαζαν, απ’ τη δική της λειτουργία ήθελαν να εμπνευστούν, το δικό της παιχνίδι να αντιγράψουν. Η κίνηση ματ που έκαναν ήταν η πρόσληψη του πρώην αντιπροέδρου της Μπαρτσελόνα, Φεράν Σοριάνο, ως νέου διευθύνοντα συμβούλου. Ο τελευταίος εκμεταλλευόμενος την πλήρη ελευθερία κινήσεων που του δόθηκε έφερε και τον Τσίκι Μπεγκιριστάιν, πρώην αθλητικό διευθυντή των "μπλαουγκράνα", να υπηρετήσει απ’ το ίδιο πόστο τη Σίτυ.
Το πρότζεκτ που εκπόνησαν οι δυο τους περιελάμβανε τον Πεπ Γκουαρντιόλα στον προπονητικό θώκο. Ο Καταλανός ωστόσο ήταν πολύ μεγαλύτερο μέγεθος απ’ το σύλλογο. Αυτό που έπρεπε να γίνει ήταν να μεγεθυνθεί η Σίτυ σε όλους τους τομείς και να προετοιμαστεί να τον υποδεχτεί στο μέλλον. Έτσι προσελήφθη ο Μανουέλ Πελεγκρίνι στον πάγκο της ομάδας, για να προσδώσει επιθετικό αγωνιστικό στυλ και αποκτήθηκαν ποδοσφαιριστές που εξελίχθηκαν σε ηγέτες και που θα ταίριαζαν αργότερα στον Γκουαρντιόλα, όπως οι Φερναντίνιο και Ντε Μπρόινε.
Παράλληλα κατασκευάστηκε το Etihad Campus, το καλύτερο ίσως αθλητικό συγκρότημα του κόσμου, που περιελάμβανε το ανακαινισμένο Etihad Stadium και το νέο, τεραστίων διαστάσεων προπονητικό κέντρο της ανδρικής και της γυναικείας ομάδας και των ακαδημιών, το City Football Academy.
Τελικά το 2016 το σχέδιο των ιθυνόντων πραγματοποιήθηκε κι ο Πεπ Γκουαρντιόλα έγινε ο νέος προπονητής των "γαλάζιων". Οι ικανότητές του συνδυαστικά με την τεράστια ανάπτυξη του τμήματος data analytics του συλλόγου, οδήγησαν στην αγωνιστική γιγάντωση της ομάδας. Η συμβολή του τελευταίου είναι καθοριστική και η Σίτυ μπορεί να υπερηφανεύεται πως μαζί με τη Λίβερπουλ αποτελούν τις πιο εξελιγμένες ομάδες του κόσμου σ’ αυτόν τον τομέα. Χαρακτηριστική είναι η πρόσληψη του Λόρι Σο ως υπεύθυνου του τμήματος, ενός ανθρώπου του οποίου το επάγγελμα ήταν αστροφυσικός και σύμβουλος νομισματικής πολιτικής.
Η οικονομική και εμπορική εξέλιξη των "πολιτών" αποτελεί θέμα που χρειάζεται ξεχωριστό κεφάλαιο.
CITY FOOTBALL GROUP
Ο CEO της Μάντσεστερ Σίτυ, Φεράν Σοριάνο, κατά τη διάρκεια της θητείας του στην Μπαρτσελόνα είχε το όραμα της παγκόσμιας εξάπλωσης της ομάδας του, μέσω της ύπαρξης ομάδων σε όλο τον κόσμο, που θα μοιράζονταν το brand των "μπλαουγκράνα". Αυτό δεν πραγματοποιήθηκε, καθώς παραιτήθηκε απ’ τη θέση του το 2008, εξαιτίας διαφωνιών του με τον πρόεδρο Λαπόρτα. Το σχέδιο όμως στο μυαλό του έμεινε ζωντανό και όταν ανέλαβε τα ηνία των "πολιτών" ήξερε πως είχε έρθει η σωστή στιγμή. Το 2013 ιδρύθηκε η εταιρεία City Football Group (CFG), 100% ιδιοκτησίας του Abu Dhabi United Group, που θα συγκέντρωνε υπό τη σκέπη της τη Μάντσεστερ Σίτυ ως ναυαρχίδα, καθώς και τις υπόλοιπες ομάδες που θα ανέβαιναν στο γαλάζιο άρμα.
Το σκεπτικό ήταν πως οι οπαδοί των τοπικών "υποκαταστημάτων" θα υποστήριζαν ταυτόχρονα και τη Μάντσεστερ Σίτυ, μεγαλώνοντας τη fanbase και θα ενίσχυαν οικονομικά το σύλλογο με την αγορά προϊόντων ή την αύξηση της τηλεθέασης στους αγώνες του. Άλλα πλεονεκτήματα θα ήταν φυσικά η διαχείριση της τοπικής αγοράς ποδοσφαιριστών και η παραχώρηση δανεικών. Εξίσου σημαντική ήταν φυσικά η συνεργασία με διάφορες εταιρείες, οι οποίες θα βοηθούσαν τη Σίτυ να μετατραπεί σε ένα παγκόσμιο brand. Ιδού λοιπόν το χρονοδιάγραμμα της δημιουργίας της γαλάζιας αυτοκρατορίας.
- Στις 21 Μαΐου 2013 ανακοινώθηκε η ίδρυση της New York City FC, γέννημα της συνεργασίας του CFG και της διάσημης ομάδας μπέιζμπολ New York Yankees, με ποσοστό ιδιοκτησίας 80% και 20% αντίστοιχα. Η νέα ομάδα θα είχε ως έδρα το γήπεδο των Yankees και θα συμμετείχε στο MLS, την ανώτατη κατηγορία ποδοσφαίρου στις ΗΠΑ.
- Στις 23 Ιανουαρίου 2014 το CFG αγόρασε αντί 12 εκατομμυρίων αυστραλιανών δολλαρίων το πλειοψηφικό πακέτο της Melbourne Heart, ενώ τον Αύγουστο του 2015 εξαγοράστηκε το σύνολο της ομάδας. Τον Ιούνιο του '14 τα χρώματα των εμφανίσεων μετατράπηκαν σε γαλάζια, το σήμα μετατράπηκε σε παρεμφερές μ’ αυτό των Manchester City και New York City και το όνομα άλλαξε σε Melbourne City FC.
- Τον Ιούνιο του ‘14 ανακοινώθηκε αφενός η επίσημη συνεργασία του CFG με τη Nissan ως επίσημου προμηθευτή οχημάτων του ομίλου και αφετέρου η εξαγορά του 20% της ιαπωνικής Yokohama Marinos, η οποία αποτελούσε ιδιοκτησία της αυτοκινητοβιομηχανίας.
- Τον Ιούλιο του 2015 άρχισε η συνεργασία με τη SAP ως αποκλειστικός συνεργάτης cloud και τεχνολογικός σύμβουλος
- Το Δεκέμβριο του 2015 πραγματοποιήθηκε το πρώτο άνοιγμα της κινέζικης αγοράς με την πώληση του 13% του CFG στην China Media Capital
- Στις 5 Απριλίου 2017 η Club Atletico Torque της Ουρουγουάης αποτέλεσε τη νέα προσθήκη. Το 2020 η ομάδα υιοθέτησε τις κλασικές γαλάζιες εμφανίσεις, άλλαξε σήμα και μετονομάστηκε σε Montevideo City Torque.
- Το Νοέμβριο του 2017 ξεκίνησε η συνεργασία με την Amazon για το γύρισμα του ντοκιμαντέρ All or Nothing: Manchester City
- Τον Αύγουστο του '17 εξαγοράστηκε το 44,3% της ισπανικής Girona, με ένα ακόμα 44,3% να ανήκει τον Πέρε Γκουαρντιόλα, αδερφό του διάσημου προπονητή.
- Το Φεβρουάριο του 2019 αποκτήθηκε το 28% της Sichuan Jiuniu, με το υπόλοιπο κομμάτι να ανήκει στις κινέζικες UBTECH και China Sport Capital.
- Το Νοέμβριο του 2019 η Mumbai City FC της Ινδίας αποτελεί το νέο απόκτημα, καθώς το CFG αγοράζει το 65% της ομάδας.
- Το Νοέμβριο του 2019 το αμερικάνικο fund Silver Lake εξαγοράζει το 10% του ομίλου
- Το Μάιο του 2020 εξαγοράζεται η Lommel SK, ομάδα δεύτερης κατηγορίας Βελγίου.
- Το Σεπτέμβριο του ίδιου έτους γίνεται μέλος του CFG και η γαλλική Troyes, αποτελώντας τη δέκατη ομάδα του οργανισμού.
- Στις 12 Ιανουαρίου 2021 ανακοινώνεται η εξωτερική συνεργασία με την Club Bolivar της Βολιβίας.
Παράλληλα δόθηκε έμφαση στο γυναικείο κομμάτι του αθλήματος. Αποκτήθηκε η γυναικεία ομάδα της Manchester City το 2012 και ιδρύθηκε το γυναικείο μέρος της Melbourne City το 2015.
Η διαφορά του CFG με άλλα δίκτυα feeder clubs είναι η ανάπτυξη όλων των ομάδων του ομίλου. Οι πόλεις της Μελβούρνης, της Νέας Υόρκης και του Μοντεβιδέο απέκτησαν τα δικά τους City Football Academy, ενώ και οι τίτλοι των ομάδων ξεκίνησαν να έρχονται. Αποκορύφωμα υπήρξε το 2021, κατά το οποίο στέφθηκαν πρωταθλήτριες στις χώρες τους οι Μάντσεστερ Σίτυ, Νιου Γιορκ Σίτυ, Μέλμπουρν Σίτυ, Μουμπάι Σίτυ, ενώ κέρδισε την άνοδο στην League 1 η Τρουά, κατακτώντας το τρόπαιο της δεύτερης κατηγορίας.
Το αποτέλεσμα του εγχειρήματος είναι η παγκοσμιοποίηση του brand της Σίτυ και η γεωμετρική αύξηση των εσόδων της. Έρευνα της Delloitte για το 2021 ανέδειξε τους "πολίτες" παγκόσμιους πρωταθλητές σε ετήσια έσοδα, ξεπερνώντας παραδοσιακούς γίγαντες, όπως Γιουνάιτεντ, Ρεάλ και Μπαρτσελόνα.
Πλέον οι "cityzens" κοιτούν στα μάτια και αγωνιστικά και οικονομικά οποιαδήποτε ομάδα της Ευρώπης. Η ανάπτυξη των εγκαταστάσεων, ο μεθοδικός τρόπος δουλειάς και το ταλέντο των ανθρώπων στα καίρια πόστα οδήγησαν το σύλλογο σε μεγάλες επιτυχίες και κάνουν την κατάκτηση του πολυπόθητου Τσάμπιονς Λιγκ να μοιάζει με θέμα χρόνου.
Γιώργος Παυλίδης