Διαβολικά προβλήματα και κόκκινες λύσεις



ΕΝΑ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΑΠΟΛΙΘΩΜΑ

Η πλειοψηφία των μετοχών της Μάντσεστερ βρίσκεται στα χέρια της αμερικάνικης οικογένειας Glazer και συγκεκριμένα των αδερφών Avram, Joel, Bryan, Kevin, Darcie και Edward. Οι συγκεκριμένοι ιδιοκτήτες παρότι είναι γόνοι πολύ πλούσιας οικογένειας δεν αγόρασαν την ομάδα για να την οδηγήσουν σε επιτυχίες, αλλά μόνο ως επενδυτικό όχημα. Κατά τη διάρκεια των ετών φάνηκε πως το μόνο που τους ενδιαφέρει είναι η τιμή της μετοχής και το μέρισμα που αποδίδει. Απόδειξη της πολιτικής τους αποτελεί κι η μακροχρόνια παραμονή του Ed Woodward, ως εκτελεστικός διευθυντής και αντιπρόεδρος. Ο Woodward, επενδυτής στο επάγγελμα, κέρδισε τη θέση του, λόγω της μεγάλης επιτυχίας του στο προηγούμενο πόστο του, αυτό του εμπορικού διευθυντή, όπου μέσα σε επτά χρόνια είχε τριπλασιάσει σχεδόν τα εμπορικά έσοδα του συλλόγου.

Ο Άγγλος παράγοντας ουσιαστικά είναι ο απόλυτος άρχοντας στη διοίκηση, καθώς οι ιδιοκτήτες δεν έχουν τη διάθεση να ασχοληθούν και του έχουν δώσει την ελευθερία να πράττει όπως εκείνος νομίζει καλύτερα. Αυτό γίνεται γιατί η νοοτροπία του εναρμονίζεται μ’ αυτήν των ιδιοκτητών, δηλαδή αυτό που μετράει περισσότερο είναι η αύξηση των εσόδων, η μεγέθυνση του μπραντ της Γιουνάιτεντ και η πορεία των μετοχών. Η συγκεκριμένη νοοτροπία αποτελεί και τον πρωταρχικό λόγο της σημερινής κατάστασης. Ο σύλλογος είναι προσανατολισμένος από την ίδια του την κεφαλή στους προαναφερθέντες στόχους, όχι σε αγωνιστικές επιτυχίες. Και στο κυνήγι του κέρδους λησμόνησε το ίδιο το ποδόσφαιρο και έχασε το τραίνο της εξέλιξης.

Πολλοί υποστηρικτές, δημοσιογράφοι και πρώην παίκτες της Μάντσεστερ βρίσκουν ως αιτία των πρόσφατων αποτυχιών την απομάκρυνση απ’ το "the united way", έστω κι αν δεν ξέρουν τι ακριβώς σημαίνει αυτό. Πολύ λίγο σχολιάστηκε η πρόσληψη του John Murtough ως αθλητικού διευθυντή τον Μάρτιο του 2021. Του πρώτου στην ιστορία του συλλόγου. Το 2021. Ταυτόχρονα προσελήφθη κι ο Darren Fletcher ως τεχνικός διευθυντής, επίσης ως πρώτος ever, εν έτει 2021. Συνεχίζοντας στο ίδιο μοτίβο τον Οκτώβριο του ίδιου έτους ανακοινώθηκε η πρόσληψη του Dominic Jordan ως του πρώτου διευθυντή data analytics. Εδώ πρέπει να αναφερθεί πως η Άρσεναλ και η Τσέλσι είχαν ιδρύσει τα δικά τους αντίστοιχα τμήματα το 2008…

Αυτή η παλαιολιθική λειτουργία φαίνεται αν κοιτάξουμε το μεταγραφικό ισοζύγιο απ’ το καλοκαίρι του 2016 έως αυτό του 2021. Συνολικά οι “κόκκινοι διάβολοι” έχουν ξοδέψει 681 εκατομμύρια για μεταγραφές, 36 περισσότερα απ’ τη σπάταλη Μάντσεστερ Σίτυ, 391 περισσότερα απ’ την Τσέλσι και 513 περισσότερα απ’ τη Λίβερπουλ. Όσο για τη σύγκριση των ρόστερ που δημιουργήθηκαν μ΄ αυτές τις μεταγραφές, ουδέν σχόλιο. Όταν οι μεγάλες ανταγωνίστριες ομάδες ζούσαν τη μετάβαση στη σύγχρονη ψηφιακή εποχή με την κατανομή ρόλων και την ίδρυση ολόκληρων τμημάτων data analytics, στη Γιουνάιτεντ όλες οι αποφάσεις λαμβάνονταν από ένα άτομο, τον Ed Woodward.

Το μέλλον πάντως μάλλον ευοίωνο είναι. Η ίδρυση των νέων τμημάτων, έστω και καθυστερημένα, είναι προς τη σωστή κατεύθυνση, ενώ η θητεία του Woodward τελειώνει με τον ερχομό του 2022. Το καλύτερο όμως είναι πως ο Ραλφ Ράγκνικ, που πρόσφατα προσελήφθη ως υπηρεσιακός προπονητής, θα αναλάβει καθήκοντα γενικού διοικητικού συμβούλου. Κι αν μη τι άλλο ο Γερμανός μετά την παρουσία του σε Χόφενχαϊμ, Σάλκε, Σάλτσμπουργκ και Λειψία μας έχει δείξει ότι ξέρει πώς να φτιάχνει σύγχρονες ομάδες.


ΠΡΟΠΟΝΗΤΙΚΗ ΑΝΕΠΑΡΚΕΙΑ

Αρχικά η παρουσία του Σόλσκερ στον πάγκο των "μπέμπηδων" μόνο θετική μπορεί να χαρακτηριστεί. Ο Νορβηγός έφερε την ηρεμία στην ομάδα μετά τη λαίλαπα Μουρίνιο και επί των ημερών του η Μάντσεστερ σταμάτησε για πρώτη φορά να μυρίζει σήψη. Οι προπονητικές του ικανότητες όμως είναι μετριότατες, αν δε λεγόταν Σόλσκερ, μάλλον δε θα προπονούσε ποτέ ομάδα της Πρέμιερ Λιγκ. Λίγο, όμως, η υποστήριξη του Σερ Άλεξ Φέργκιουσον, λίγο το παρελθόν του ως παίκτης της ομάδας, λίγο η πλασματική δεύτερη θέση το 2020-21 τον κράτησαν στον πάγκο έως την απόλυσή του τον περασμένο Νοέμβριο. Αυτή η φούσκα βέβαια δεν μπορούσε να κρατήσει για πάντα. Όποιος έβλεπε τη Μάντσεστερ καταλάβαινε πως δεν υπήρχε καμία αγωνιστική ταυτότητα, κανένα τακτικό πλάνο, καμία δουλεμένη κίνηση, κανένα επιθετικό ή αμυντικό τρανζίσιον, τα αποτελέσματα που ερχόντουσαν ήταν μέσω ατομικών ενεργειών, αφού πλέον υπάρχουν πολλοί ποιοτικοί παίκτες στο ρόστερ. Με αντιπάλους μικρότερες ομάδες αυτό μπορεί να πιάνει, όταν όμως αντιμετωπίζεις ομάδες με καλό ρόστερ και καλούς προπονητές, είναι θέμα χρόνου οι αντίπαλοι να σε μπλοκάρουν και να κυριαρχήσουν.


Το λάθος με τον Σόλσκερ είναι πως δεν αντικαταστάθηκε νωρίτερα, όταν δεν είχε τίποτα άλλο να προσφέρει, ιδανικά το καλοκαίρι του 2020. Η πρόσληψη του Ράγκνικ ως το τέλος της σεζόν μοιάζει καλή κίνηση, αλλά το καλοκαίρι θα πρέπει και πάλι να γίνει μια επιλογή νέου προπονητή. Η καλύτερη ίσως επιλογή να είναι ο Έρικ Τεν Χαγκ του Άγιαξ, ο οποίος είναι θιασώτης του ολοκληρωτικού ποδοσφαίρου, είναι ικανός στην ανάδειξη νέων παικτών και δείχνει την αξία του διαρκώς τα τελευταία χρόνια.


Ο ΠΑΡΑΓΟΝΤΑΣ ΡΟΝΑΛΝΤΟ


Η επιστροφή του Κριστιάνο Ρονάλντο στην κόκκινη μεριά του Μάντσεστερ σκόρπισε ενθουσιασμό στους οπαδούς των "μπέμπηδων". Μήπως όμως τα μειονεκτήματα αυτής της κίνησης είναι περισσότερα απ’ τα πλεονεκτήματα; Μήπως η μεταγραφή έγινε με συναισθηματικά και όχι αγωνιστικά κριτήρια, όταν μαθεύτηκε πως ο Πορτογάλος ήταν σε συζητήσεις με τη Σίτυ; 

Πριν την άφιξή του υπήρχαν διαθέσιμοι για την επιθετική γραμμή οι Ράσφορντ, Γκρίνγουντ, Σάντσο, Καβάνι και Μαρσιάλ. Πέντε παίκτες για τρεις θέσεις, δύο εξτρέμ και ενός φορ. Η λογική λέει πως το δεξί φτερό θα έπιανε σαν κλασικό εξτρέμ ο Σάντσο, για να καλύπτει και την ανικανότητα του Μπισάκα στα ανεβάσματα, στα αριστερά θα έπαιζε ο Γκρίνγουντ για να συγκλίνει σαν κρυφός κυνηγός, με τον Σο να αναλαμβάνει να δίνει πλάτος και ο πιο ψηλός Ράσφορντ θα έπαιζε στην κορυφή. Ταυτόχρονα ο έμπειρος Καβάνι θα αποτελούσε ένα επιπλέον καθαρό εννιάρι και ο πιο πολυσύνθετος Μαρσιάλ μια λύση και για τις τρεις θέσεις της επίθεσης.

Η άφιξη όμως του Ρονάλντο μαζί με τη λάθος χρησιμοποίησή του, διατάραξαν όλη τη λογική προσέγγιση. Ο Σόλσκερ τον χρησιμοποιούσε ως καθαρό φορ, τον Ράσφορντ αριστερά και τον Γκρίνγουντ δεξιά. Η χρήση του τελευταίου στα δεξιά ήταν λάθος γιατί είναι καθαρά εσωτερικός επιθετικός, δε δίνει πλάτος και συνδυαστικά με την επιθετική ανεπάρκεια του Μπισάκα, η μια πλευρά της Γιουνάιτεντ ήταν νεκρή. Εκεί έπρεπε να παίζει ο Σάντσο ως το μοναδικό καθαρό εξτρέμ του ρόστερ. Ο Ράσφορντ στα αριστερά επίσης παίζει σαν εσωτερικός επιθετικός, όμως εκεί υπάρχει ο Σο, που δίνει τα ανεβάσματα και τα overlap. Τέλος ο Ρονάλντο, αν και χάρη στην κλάση του σκόραρε πολύ κρίσιμα γκολ, στην κορυφή χώλαινε σε έναν ρόλο που δεν του ταίριαζε. Ο Πορτογάλος είναι killer ερχόμενος σαν κρυφός κυνηγός και κινούμενος ελεύθερα, ενώ χρειάζεται και την υποστήριξη ενός καθαρού φορ, που να του ανοίγει χώρους τραβώντας αμυντικούς πάνω του, όπως έκανε παλιότερα ο Μπενζεμά ή όπως κάνει ο Καβάνι, όταν παίζουν μαζί. Αποτελεί απορίας άξιο γιατί δε γινόταν απλά τράμπα μεταξύ Ράσφορντ και Ρονάλντο, με τον πρώτο να παίζει μέσα στην περιοχή και τον δεύτερο να συγκλίνει από αριστερά, όπως του αρέσει.


aaaaaaa
Εδώ βλέπουμε το πρόβλημα της Γιουνάιτεντ στη φάση της επίθεσης. Αφενός το δεξί φτερό είναι κενό, αφετέρου μένουν μόνο δύο παίκτες, όχι υψηλού επιπέδου μάλιστα, να κρατήσουν έναν τεράστιο χώρο στο κέντρο του γηπέδου, να προστατεύσουν την άμυνα από αντεπιθέσεις και να στηρίξουν την επιθετική γραμμή, κυκλοφορώντας περιφερειακά την μπάλα.

Ακόμη και μ’ αυτήν την πιο ορθολογική διάταξη όμως, εξοβελίζεται απ’ την εντεκάδα ο Γκρίνγουντ. Δεν είναι λογικό μια ομάδα να κάψει το μέλλον της, έναν παίκτη 20 ετών για χάρη ενός 36άρη, ακόμα και τέτοιας αξίας. Θα είχε νόημα μόνο αν είχε να προσφέρει κάτι που είχε ανάγκη η ομάδα, όπως περισσότερα γκολ ή δημιουργία. Και παρά την ψευδαίσθηση που προκαλούν τα γκολ του Ρονάλντο, στην πραγματικότητα δεν έχει αλλάξει απολύτως τίποτα σε σχέση με πέρυσι.

Τη σεζόν 2020-21 η Μάντσεστερ είχε πετύχει μέχρι τη 17η αγωνιστική στο πρωτάθλημα 28 open play γκολ. Φέτος έχει πετύχει στο ίδιο διάστημα 25. Πέρυσι είχε 1,73 expected goal ανά αγώνα, φέτος έχει 1,49. Όλα αυτά χωρίς να έχει αλλάξει κάτι προς το χειρότερο. Ίδιοι παίκτες συν τον Σάντσο και ίδιος προπονητής. Οπότε από που ήρθαν τα γκολ του Πορτογάλου, αφού η ομάδα του δε σκοράρει περισσότερο; Η απάντηση είναι απ’ τους συμπαίκτες του. Ο Μπρούνο Φερνάντες πέρυσι τέτοια εποχή είχε 6 non-penalty γκολ και 7 ασίστ, φέτος έχει 5 και 3. Ο Ράσφορντ είχε 7 γκολ, 5 ασίστ, φέτος έχει 2 και 1. Κι αν αφαιρέσουμε τα 3 γκολ του Μπρούνο και τα 3 του Γκρίνγουντ τις τρεις πρώτες αγωνιστικές, που ακόμα δεν είχε ενσωματωθεί ο Ρονάλντο, τα πράγματα φαίνονται ακόμα χειρότερα.

Αξιοσημείωτη είναι επίσης μια ματιά στους δείκτες των επιθετικών κι η σύγκριση με πέρυσι. Ο μόνος που εμφανίζει καθαρή βελτίωση σε όλα είναι ο Γκρίνγουντ. Στις key passes ανά αγώνα ο Σάντσο έπεσε απ’ το 2,6 στο 1,3 κι ο Ράσφορντ απ’ το 1,2 στο 0,5. Στις ντρίμπλες έπεσαν απ’ το 3 στο 1,3 ο πρώτος κι απ’ το 2,2 στο 1,4 ο δεύτερος. Στις τελικές αντίστοιχα απ’ το 2 στο 0,5 κι απ’ το 2,1 στο 1,1, ενώ πολύ μεγάλη πτώση υπάρχει στις πετυχημένες πάσες ανά αγώνα, απ’ τις 50 στις 30 για το Σάντσο κι απ’ τις 32 στις 19 για το Ράσφορντ. Ο Μπρούνο διατηρήθηκε σταθερός στις ντρίμπλες και τις key passes αλλά έπεσε στις τελικές απ’ τις 3,3 στις 2,2 και στις πάσες απ’ τις 57 στις 49. Αυτά δείχνουν μια έλλειψη αυτοπεποίθησης για την πραγματοποίηση ατομικών ενεργειών και μια προσπάθεια από μέρους τους αντί να πραγματοποιήσουν κάτι οι ίδιοι, να στείλουν την μπάλα στο Ρονάλντο. Φυσικά η ευθύνη δε βαραίνει τον Πορτογάλο, που όποτε μπορεί δείχνει την κλάση του και γίνεται καθοριστικός, αλλά αυτούς που τον αγόρασαν, γιατί προσέθεσαν έναν παίκτη με συγκεκριμένα χαρακτηριστικά, που περιορίζει την ομάδα ως προς το πώς θα παίξει για να τον αξιοποιήσει. Ταυτόχρονα η συνεισφορά του στο πρέσινγκ είναι μηδαμινή και κοστίζει αμυντικά στη Γιουνάιτεντ, ειδικά αν σκεφτούμε και την μικρή συνεισφορά και του Φερνάντες στο συγκεκριμένο τομέα.


Ο ΠΑΡΑΓΟΝΤΑΣ ΜΠΡΟΥΝΟ ΦΕΡΝΑΝΤΕΣ


Ο Πορτογάλος παικταράς αναβάθμισε τους "μπέμπηδες" με το που πάτησε το πόδι του στην Αγγλία. Κλείνοντας τον Ιανουάριο δύο χρόνια στην ομάδα έχει να επιδείξει 31 γκολ και 22 ασίστ κι αυτό μόνο για το πρωτάθλημα. Αλλά ομοίως με τον συμπατριώτη του έχει μειονεκτήματα, που δε φαίνονται με την πρώτη ματιά.

Η αμυντική συνεισφορά του δεν είναι όση θα έπρεπε, αφού μαρκάρει και πρεσάρει λιγότερο απ’ όσο απαιτείται στη σύγχρονη εποχή. Πολλοί θα πουν πως παίκτες τέτοιας ποιότητας δεν τους έχεις για να αμύνονται, όμως όταν έχεις δύο τέτοιους στην ενδεκάδα και υπολογίζοντας και την μετριότητα των κεντρικών μέσων, τότε στο ποδόσφαιρο του 2021 έχεις πρόβλημα. Το πρόβλημα αυτό παρουσιάζεται αν συγκρίνουμε και πάλι τα περσινά με τα φετινά νούμερα. Φέτος η Μάντσεστερ έχει φάει μόνο ένα open play γκολ περισσότερο στις ίδιες αγωνιστικές, αλλά καταλαβαίνουμε καλύτερα τι γίνεται αν δούμε τα expected goals εναντίον της. Πέρυσι 1,29 ανά αγώνα, φέτος 1,61, μια τρομακτική αύξηση. Το μόνο πράγμα που σώζει τα προσχήματα είναι η εκπληκτική σεζόν του Ντε Χέα, ο οποίος έφαγε 7,5 γκολ λιγότερα απ’ αυτά που έπρεπε βάσει ευκαιριών.

Στην αμυντική γραμμή δεν έχει αλλάξει τίποτα απ’ την προηγούμενη χρονιά. Ίδιος τερματοφύλακας, ίδιοι παίκτες στην άμυνα, ίδιοι στο κέντρο, ίδιος προπονητής και σύστημα… Η προσθήκη του Βαράν δεν επηρέασε, αφού λόγω τραυματισμών μόνο σκόρπιες συμμετοχές πήρε. Το μόνο που άλλαξε ήταν η παρουσία ενός δεύτερου παίκτη που δεν πρεσάρει, μαζί με τον Μπρούνο. Οπότε για να συνοψίσουμε, ναι, η αμυντική του αδυναμία συνδυαστικά με τους υπόλοιπους παράγοντες κοστίζει στην ομάδα.

Το μεγάλο μειονέκτημά του όμως είναι πως παίζει μόνο στο ''10''. Τέλος. Δεν αποδίδει ούτε ως εσωτερικός μέσος σε 4-3-3 με κάποιο 8άρι δίπλα του, ούτε ως δεύτερος επιθετικός σε πιο προωθημένο σχήμα, ούτε ως αριστερός μεσοεπιθετικός που συγκλίνει για να φτιάξει παιχνίδι. Στην ουσία δεσμεύει την ομάδα του να παραταχθεί σε σχήμα με 10άρι, δηλαδή συνήθως σε 4-2-3-1. Αυτό όμως αφήνει μόνο δύο θέσεις για κεντρικούς μέσους, οι οποίοι θα πρέπει να είναι χαφ που δαγκώνουν για να καλύψουν τα τρεξίματα που δεν κάνουν άλλοι. Κι οι Μάτιτς, Φρεντ, ΜακΤόμινεϊ δεν είναι τέτοιοι. Οι δύο πρώτοι δεν είναι παίκτες για Γιουνάιτεντ κι ο τρίτος είναι απλά ένα παίκτης rotation.

Στη θέση "10" του σχηματισμού θα μπορούσαν να παίξουν άλλοι δυο παίκτες του ρόστερ. Ο ένας είναι ο Πογκμπά, ο οποίος σαν κλάση έχει μεγαλύτερο ταβάνι ακόμα κι απ’ τον Μπρούνο, κάνει πράγματα που ούτε ο Πορτογάλος δεν μπορεί. Επιπλέον αποδίδει το ίδιο καλά και σαν 8άρι σε 4-3-3 ή σαν αριστερός μεσοεπιθετικός. Το πρόβλημα του Γάλλου όμως είναι ο χαρακτήρας του. Δεν έχει κάνει την καριέρα που μπορούσε, ούτε και θα την κάνει και απ’ τη μεγάλη κλάση του μόνο δείγματα δίνει, όποτε θυμηθεί. Η αποχώρηση του είναι μονόδρομος καθώς αποτελεί μεγάλο οικονομικό βάρος χωρίς λόγο.

Η άλλη εναλλακτική είναι ο Ντόνι Φαν Ντε Μπεκ. Ο Ολλανδός παίζει με άνεση από 8άρι έως δεύτερος επιθετικός και είναι απ’ τους πιο κάθετους παίκτες του κόσμου σε κίνηση με ή χωρίς μπάλα, καθώς και σε πάσες. Θα μπορούσε να παίξει στη θέση του Μπρούνο σαν 10άρι στο 4-2-3-1 και αφού είναι καλός στο πρέσινγκ θα κούμπωνε καλύτερα με τον Ρονάλντο, καλύπτοντας τις αμυντικές του αδυναμίες. Επίσης θα μπορούσε να δώσει στον προπονητή του την επιλογή του 4-3-3 παίζοντας σαν εσωτερικός μέσος με την ίδια επιτυχία. Το δυστύχημα είναι πως δεν μπορεί να παίξει ως καθαρό χαφ χωρίς ασφάλεια στην πλάτη του στις θέσεις πίσω απ’ το δεκάρι. Φαν Ντε Μπεκ και Μπρούνο δε χωράνε στην ίδια ενδεκάδα. Και μια αιρετική σκέψη λέει πως ίσως να ήταν καλύτερα αν απ’ τους δύο έμενε ο Ολλανδός, καθώς είναι πιο ευέλικτος τακτικά, καλύτερος αμυντικά και μπορεί να συνυπάρξει με τον Ρονάλντο.


ΚΑΙ ΟΙ ΑΛΛΕΣ ΘΕΣΕΙΣ;

Σίγουρα χρειάζονται δύο μεταγραφές κεντρικών. Για τη θέση "6" η καλύτερη επιλογή θα ήταν ο Declan Rice. Μπαλάτος, καλός και επιθετικά και αμυντικά, διαβάζει το παιχνίδι και δίνει ύψος, μια νεότερη και πολύ μπουσταρισμένη εκδοχή του Κάρικ. Βέβαια η Γουέστ Χαμ πιθανότατα θα ζητούσε τριψήφιο ποσό σε εκατομμύρια. Επίσης καλή, αλλά και εξίσου δύσκολη επιλογή θα ήταν και ο Kalvin Phillips της Λιντς. Φθηνότερες λύσεις θα μπορούσαν να αποτελέσουν ο Boubakar Kamara, που το καλοκαίρι μένει ελεύθερος απ’ τη Μαρσέιγ και ο Julian Weigl της Μπενφίκα.

Στη δεύτερη θέση θα θέλαμε ένα οκτάρι, σκληρό, με ένταση και τρεξίματα, ώστε να μπορεί να καλύπτει τις αδυναμίες του Φερνάντες, αν παίζει πίσω του. Τέτοιος παίκτης είναι ο Saul, που το καλοκαίρι λογικά επιστρέφει στην Ατλέτικο, καθώς η Τσέλσι δε φαίνεται να θέλει να τον κρατήσει μετά τη λήξη του δανεισμού του. Απ’ την Ατλέτικο δεν υπολογίζεται, οπότε μάλλον το ποσό που θα ζητηθεί δε θα είναι μεγάλο, δύσκολα θα πάει πάνω από 40 εκ. Αν όμως η Μάντσεστερ θελήσει να βάλει το χέρι στην τσέπη, η καλύτερη επιλογή θα ήταν Youri Tielemans της Λέστερ. Παίκτης με εμπειρία στην Πρέμιερ, μόλις 24 ετών, με ένταση αλλά και ποιότητα. Το γεγονός πως το καλοκαίρι μπαίνει στον τελευταίο χρόνο του συμβολαίου του, ίσως ρίξει λίγο το ποσό που θα ζητηθεί.


Μια ακόμα θέση που χρήζει αναβάθμισης αν και αρκετοί θα διαφωνήσουν, είναι αυτή του δεξιού μπακ. Ο Μπισάκα σίγουρα δεν είναι παίκτης για πέταμα, για το μέγεθος της Γιουνάιτεντ όμως, θα θέλαμε κάτι καλύτερο. Αμυντικά οι αριθμοί μας λένε πως είναι απ΄ τα καλύτερα μπακ του κόσμου. Ισχύει, αλλά μόνο σε ότι αφορά το ατομικό κομμάτι της άμυνας, το 1vs1. Γιατί τακτικά μάλλον κακό θα τον χαρακτηρίζαμε, κάνει λάθη που δε φαίνονται στα στατιστικά, όπως να ξεχνιέται και να μην ανεβάζει τη ζώνη ψηλά μαζί με τους άλλους αμυντικούς, με αποτέλεσμα να κρατάει onside τους αντιπάλους. Ή με το να μην κλείνει σαν τρίτο στόπερ, όταν χρειάζεται, αφήνοντας κενό μεταξύ του ιδίου και του δεξιού σέντερ μπακ. Όσον αφορά το επιθετικό κομμάτι, αν τον συγκρίνουμε με τα δεξιά μπακ των κορυφαίων ομάδων θα διαπιστώσουμε πως δεν τον βλέπουν καν. Ο Μπισάκα έχει μ.ο. 0.9 Key Passes ανά αγώνα, ενώ ο Αλεξάντερ-Άρνολντ 2.1, ο Ρις Τζέιμς 1.3, ο Κανσέλο 1.6. Στις πετυχημένες ντρίμπλες η απόδοση του Μπισάκα είναι στις 0.9, ενώ Τζέιμς έχει 1.1 και ο Κανσέλο το άρρωστο 1.7.

Δοκιμασμένη λύση για τη θέση του δεξιού οπισθοφύλακα θα ήταν ο Noussair Masraoui του Άγιαξ. Έχει δώσει τα διαπιστευτήριά του εδώ και χρόνια, είναι μόλις 24 ετών, είναι επιθετικογενές μπακ και το καλοκαίρι μένει ελεύθερος. Μια εναλλακτική με ρίσκο θα μπορούσε να αποτελέσει ο Max Aarons της Νόριτς. Είναι ανερχόμενος, μόνο 21 ετών, άκρως επιθετικογενής και η ομάδα του το καλοκαίρι θα έχει υποβιβαστεί, οπότε δύσκολο να πωληθεί ακριβά.

Η θέση στο γήπεδο για την οποία υπάρχει παρεξήγηση είναι αυτή του σέντερ μπακ. Ναι, ο Λίντελοφ, ο Μπαϊγί και ο Τζόουνς είναι παίκτες που ούτε έξω απ’ τα αποδυτήρια της Μάντσεστερ δεν έπρεπε να περνάνε (ας είναι καλά ο Μουρίνιο, που οι δύο πρώτοι ήταν προσωπικές του επιλογές). Τα media όμως τον τελευταίο καιρό έχουν ξεφτιλίσει τον Μαγκουάιρ χωρίς να το αξίζει τόσο πολύ. Ο Άγγλος σίγουρα δεν είναι παίκτης 85 εκατομμυρίων, έχει δείξει όμως την αξία του με τη Λέστερ και συνεχίζει να τη δείχνει με την εθνική του. Στους "μπέμπηδες" εκτίθεται γιατί παίζει με μετριότατους παρτενέρ, με χαφ που δεν προστατεύουν την αμυντική γραμμή και με μία ομάδα που συνολικά δεν αμύνεται σωστά. Η είσοδος του Βαράν, όταν ξεπεράσει τους τραυματισμούς, θα δώσει στον Μαγκουάιρ εναν πολύ καλό παρτενέρ, όμως πρέπει να βελτιωθεί η συνολική αμυντική λειτουργία της Γιουνάιτεντ με τον νέο προπονητή της και να αποκτηθούν τα σωστά χαφ που τόσο λείπουν απ’ την ομάδα. Γιατί με την σημερινή κατάσταση και ο Φαν Ντάικ να ήταν στη θέση του, ή ο Μπαρέζι στα ντουζένια του, η αμυντική εικόνα δε θα ήταν διαφορετική.





Γιώργος Παυλίδης

Πηγές στατιστικών: whoscored.com, understat.com, fbref.com